χρυσοκόκκινος

χρυσοκόκκινος
-η, -ο / χρυσοκόκκινος, -ον, ΝΜ
(για υφάσματα ή ενδύματα) πορφυρός και χρυσοκέντητος
νεοελλ.
αυτός που έχει κόκκινο χρώμα που χρυσίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + κόκκινος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χρυσοκόκκινος — η, ο αυτός που έχει χρώμα κόκκινο που χρυσίζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ερυθρόχρυσος — η, ο αυτός που σε άλλα μέρη είναι κόκκινος και σε άλλα χρυσός, ο χρυσοκόκκινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + χρυσός. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • κνήκος — κνῆκος, ό, ή (AM, Α και κνήκη, ἡ) 1. το γένος φυτών κάρθαμος, ένα είδος τού οποίου χρησιμοποιούνταν για την εξαγωγή χρωστικής ουσίας 2. το φυτό κνίκος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kenәko «χρυσοκόκκινος, χρυσοκίτρινος», όπως και το αντίστοιχο… …   Dictionary of Greek

  • κοκκινοχρυσούς — κοκκινοχρυσοῡς, ὁ (Μ) αυτός που έχει χρώμα κόκκινο και χρυσαφί, χρυσοκόκκινος …   Dictionary of Greek

  • χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”